- ἀναμεμειγμένων
- ἀναμίγνυμιmix upperf part mp fem gen plἀναμίγνυμιmix upperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αεριοχρωματογραφία — Μέθοδος διαχωρισμού αναμεμειγμένων αερίων ή πτητικών υγρών, που επινοήθηκε το 1952 από τον Άγγλο βιοχημικό Άρτσερ Μάρτιν μαζί με τον συνεργάτη του Ρίτσαρντ Σιντζ. Το μείγμα μεταφέρεται από ένα ρεύμα αδρανούς αερίου, π.χ. ρεύμα He. Το ρεύμα αυτό,… … Dictionary of Greek
Τσουβάσων Δημοκρατία — Αυτόνομη δημοκρατία στο εσωτερικό της Ρωσίας. Έχει έκταση 18.300 τ. χλμ. και πληθυσμό πάνω από 1.336.000 κατ. Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Βόλγα, κατά τον μέσο ρου του και στη συμβολή του με τον ποταμό Σουρά, και ορίζεται στα Δ από το Νιζεγκορόντ … Dictionary of Greek